ἀγυρτῶν

ἀγυρτῶν
ἀγύρτης
collector
masc gen pl
ἀγυρτάζω
collect by begging
fut part act masc voc sg
ἀγυρτάζω
collect by begging
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἀγυρτάζω
collect by begging
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ἀγυρτός
got by begging
fem gen pl
ἀγυρτός
got by begging
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”